Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012


Wolfgang Amadeus Mozart, 1756-1791
(Σάλτζμπουργκ, 1756-Βιέννη, 1791). Αυστριακός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και ερμηνευτής πληκτροφόρου οργάνου, βιολιού και βιόλας. Γιος του Λεοπόλδου Μότσαρτ, έδειξε πολύ νωρίς το εξαιρετικό του ταλέντο, παίζοντας τσέμπαλο στα 3 του χρόνια και συνθέτοντας στα 5. Η μεγαλύτερη αδελφή του, Μαρία Αννα, (1751-1829), ήταν, επίσης, λαμπρή τσεμπαλίστα και το 1762 ο Λεοπόλδος αποφάσισε να παρουσιάσει τα παιδιά του σε διάφορες ευρωπαϊκές Αυλές. Πρώτα επισκέφθηκαν το Μόναχο και τη Βιέννη και την επόμενη χρονιά (1763) πραγματοποίησαν μεγαλύτερη περιοδεία, από Μόναχο, Άουγκσμπουργκ, Φραγκφούρτη κ.α. έως Κολωνία, Βρυξέλλες και Παρίσι. Το 1764 πήγαν στο Λονδίνο, όπου ο Βόλφγκανγκ πήρε μαθήματα σύνθεσης από τον Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ και τραγουδιού από τον καστράτο Μαντσουόλι. Εκεί έγραψε τις 3 πρώτες συμφωνίες του. Το 1766, η οικογένεια Μότσαρτ αφού επισκέφτηκε την Ολλανδία και την Ελβετία, επέστρεψε στο Σάλτζμπουργκ. Ο αρχιεπίσκοπος του Σάλτζμπουργκ, του παρήγγειλε το πρώτο μέρος ενός ορατόριου, Το καθήκον της πρώτης εντολής (Die Schuldigkeit des ersten Gebotes), που εκτελέστηκε με επιτυχία το 1767. Το 1767 και 1768, ο Μότσαρτ επισκέφθηκε πάλι τη Βιέννη, για την οποία έγραψε τις κωμικές όπερες: Ο Μπαστιέν και η Μπαστιέννε (Bastien und Bastienne, 1768) και Η ψευτοαφελής (La finta semplice, 1769). Συμπλήρωσε τις γνώσεις του ακούγοντας έργα Γκλουκ και συχνάζοντας σε συναυλίες των μεγαλύτερων συνθετών της εποχής του, μεταξύ των οποίων του Χάυδν, του οποίου υπήρξε στενός φίλος. Το Δεκέμβριο του 1769, ο Λεοπόλδος πήρε το γιο του στην Ιταλία, με παραμονή στις Βερόνα, Μάντουα, Μπολώνια, Ρώμη, Νάπολη και Μιλάνο και το ταλέντο του παιδιού χειροκροτήθηκε παντού. Στη Ρώμη άκουσε το Miserere του Αλλέγκρι και ο μικρός Μότσαρτ το ξανάγραψε από μνήμης. Το 1770 παρουσιάστηκε στο Μιλάνο η όπερα του, Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου (Mitridate, rè di Ponto) και σημείωσε επιτυχία. Ακολούθησαν άλλα δυο ταξίδια στην Ιταλία το 1771 και το 1772 για να παρουσιάσει στο Μιλάνο την όπερα του, Λούκιος Σίλλας (Lucio Silla). Ο νέος, όμως, αρχιεπίσκοπος του Σάλτζμπουργκ ήταν εχθρικός απέναντι στην οικογένεια Μότσαρτ και του έφερνε σημαντικές δυσκολίες. Ούτε οι παραστάσεις στο Μόναχο της όπερας, Η ψευτοκηπουρίνα (La finta giardiniera) και στο Σάλτζμπουργκ, Ο βασιλιάς ποιμένας (Il rè pastore) - και οι δυο γραμμένες το 1775 - μπόρεσαν να του εξασφαλίσουν μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Έτσι, το 1777, ο Μότσαρτ εγκαταλείποντας τη θέση του «Konzertmeister» στην Αυλή του αρχιεπισκόπου, ξεκίνησε μια περιοδεία με τη μητέρα του (ο Λεοπόλδος δεν αισθανόταν καλά για να πάει) από το Μόναχο, Αουγκσμπουργκ, Μανχάιμ (όπου άκουσε την περίφημη ορχήστρα) και το 1778 έφτασε στο Παρίσι, χωρίς όμως να βρει το ευνοϊκό περιβάλλον που τον είχε υποδεχθεί στην παιδική του ηλικία. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, πέθανε η μητέρα του και ανήμπορος να βρει κάποια Θέση εκεί, επέστρεψε στο Σάλτζμπουργκ, ως Οργανίστας σε καθεδρικούς ναούς και Αυλές , αντιμετωπίζοντας τη συνεχώς αυξανόμενη αντιπάθεια του αρχιεπισκόπου. Εκεί παρουσίασε την όπερα, θαμώς, βασιλιάς της Αιγύπτου (Thamos, König in Ägypten), αλλά τη μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε με την όπερα, Ιδομενέας, βασιλιάς της Κρήτης (Idomeneo, rè di Creta), που ανεβάστηκε στο Μόναχο το 1781. Το 1782, λίγες μέρες μετά το ανέβασμα της όπερας, Η απαγωγή από το σεράι (Die Entführung aus dem Serail ), εγκατεστημένος στη Βιέννη, παντρεύτηκε την Konstanza Weber, ανεψιά του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Τα τελευταία 9 χρόνια της ζωής του ήταν μια παράθεση οικονομικών προβλημάτων, μαζί με ένα ξεχείλισμα αριστουργημάτων σε όλα, σχεδόν, τα μουσικά πεδία. Το 1785 έπαιζε συχνά βιόλα στο Κουαρτέτο Εγχόρδων με τον Ντίττερσντορφ και τον Χάυδν. Στον Χάυδν, ο οποίος θεωρούσε τον Μότσαρτ ως το μεγαλύτερο συνθέτη απ' όσους γνώριζε, αφιέρωσε το φθινόπωρο του 1785, 6 κουαρτέτα εγχόρδων.
Η συνάντησή του με τον Λ. Ντα Πόντε τον ξανάφερε στο θέατρο με τα αριστουργήματα: Οι γάμοι του Φίγκαρο (Le nozze di Figaro, 1786) και Ο τιμωρημένος ακόλαστος ή Ο Ντον Τζιοβάννι (Il dissoluto punito ή Il Don Giovanni, 1787). Το τελευταίο παρουσιάστηκε στην Πράγα, λίγους μήνες μετά την πρώτη εκτέλεση της Συμφωνίας του σε Ρε (Κ 504, αρ. 38), που από τότε είναι γνωστή ως Συμφωνία της Πράγας. Την ίδια χρονιά, πέθανε ο Λεοπόλδος Μότσαρτ. Στη συνέχεια, ο Βόλφγκανγκ, πιεσμένος από οικονομικές δυσχέρειες, άρχισε να γράφει τις 3 τελευταίες του συμφωνίες, τις οποίες ολοκλήρωσε ανάμεσα στις 26 Ιουνίου και 10 Αυγούστου του 1789. Επίσης, έδωσε μια συναυλία στη Δρέσδη και επισκέφθηκε τη Λιψία, όπου έπαιξε στο Όργανο του Μπαχ, στον Αγιο Θωμά. Στο Βερολίνο, ο βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β, που ήταν τσελίστας, του παρήγγειλε 6 κουαρτέτα εγχόρδων, απο τα οποία έγραψε μόνο τα 3. Το φθινόπωρο, ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β ' του παρήγγειλε την κωμική όπερα, Έτσι κάνουν όλες ή Η σχολή των εραστών (Cosi fan tutte ή La scuola degli amanti) που παρουσιάστηκε στις αρχές του 1790.   Αμέσως μετά, ο Ιωσήφ πέθανε. Οι ελπίδες του Μότσαρτ να διοριστεί από τον Λεοπόλδο Β' που διαδέχθηκε το Ιωσήφ Β' ως Kapellmeister στη θέση του Σαλιέρι, δεν εκπληρώθηκαν.
Το 1791, ο θεατρικός επιχειρηματίας Σικανέντερ, του ανάθεσε να γράψει την όπερα, Ο μαγικός αυλός (Die Zauberflöte), η οποία σχεδόν ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο, το μήνα κατά τον οποίο ο Μότσαρτ δέχθηκε την παραγγελία να γράψει ένα ρέκβιεμ, από κάποιον ανώνυμο μουσικόφιλο. Ο συνθέτης, όμως, ανέβαλε την εργασία αυτή για να συνθέσει την όπερα, Η επιείκια του Τίτου (La clemenza di Tito), που παρουσιάστηκε το Σεπτέμβριο του 1791 στην Πράγα, στη γιορτή της στέψης του Λεοπόλδου Β', ως βασιλιά της Βοημίας. Στη συνέχεια, ο Μότσαρτ επέστρεψε στη Βιέννη, όπου διηύθυνε την πρώτη παρουσίαση του Μαγικού αυλού και ανέλαβε να γράψει το Ρέκβιεμ . Η υγεία του, όμως, κλονίστηκε πολύ από την έντονη ζωή και τις οικονομικές δυσχέρειες και πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου, αφήνοντας ατέλειωτο το Ρέκβιεμ, το οποίο συμπληρώθηκε κατόπιν από το μαθητή του, Φραντς Ξάβερ Συσμάιρ. Η κηδεία του συνθέτη ήταν πολύ φτηνή. Ετάφη μαζί με άλλους που πέθαναν την ίδια μέρα και ο τάφος του παραμένει άγνωστος. Οι συνθήκες του θανάτου του Μότσαρτ και η χωρίς λόγο βιασύνη με την οποία ετάφη ένας απο τους διασημότερους άντρες της Βιέννης, έδωσαν κίνητρο σε πολλές εντυπωσιακές θεωρίες, από τις οποίες καμιά δεν αποδείχθηκε, αλλά όλες είχαν βάση ότι τα πράγματα δεν ήταν εντελώς όπως φαίνονταν.
Μολονότι λιγότερο αναμορφωτής της όπερας από τον Γκλουκ και της σονάτας και συμφωνίας από τον Χάυδν, ο Μότσαρτ διέθετε ένα ανήσυχο ερευνητικό πνεύμα πιο ισχυρό από οποιονδήποτε άλλον σύγχρονο του. Το πνεύμα αυτό, σε συνδυασμό με την τελειότητα της τέχνης του, μπορούν να ερμηνευτούν μόνο με τη λέξη «μεγαλοφυία». Την ιδιότητα αυτή της μεγαλοφυίας, αναγνωρίζει στον Μότσαρτ και ο Goethe, σημειώνοντας ότι σε όλα τα έργα του είναι έμφυτη μια δημιουργική μορφή που διαδίδεται απο γενιά σε γενιά, χωρίς να εξαντλείται.
Στή συντομότατη διάρκεια της ζωής του, ο Μότσαρτ συνέθεσε πάνω από 600 έργα (ο κατάλογος των έργων του ταξινομήθηκε από τον Λ . Κέχελ, από το όνομα του οποίου προέρχεται το «Κ» που βρίσκεται πριν από τον αριθμό του έργου), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται 24 όπερες, 41 συμφωνίες, 19 λειτουργίες, 7 κοντσέρτα για βιολί, 22 κοντσέρτα για πιάνο, 19 σονάτες για πιάνο, 38 σονάτες για βιολί και πιάνο και πλήθος άλλων έργων κάθε είδους. Από τις σημαντικότερες εκδόσεις έργων του Μότσαρτ, βασικής σημασίας είναι η έκδοση της Λιψίας σε 23 τόμους, που τυπώθηκε μεταξύ 1876 και 1883. Το 1842 ιδρύθηκε στο Σάλτζμπουργκ το Ινστιτούτο «Μοτσαρτέουμ» για τη διάδοση των έργων του Μότσαρτ.